Στο σαλόνι είναι μαζεμένοι αρκετοί φίλοι, κατά το πλείστον κυνηγοί, που ως συνήθως τα παραλένε λίγο. Τον λόγο είχε ο οικοδεσπότης που τους λέει μια περιπέτειά του με μια αρκούδα…
- Βρίσκομαι που λέτε στο δάσος και ακούω ξαφνικά έναν τρομερό θόρυβο από σπάσιμο ξερών κλαδιών και θάμνων. Προς στιγμήν τρομάζω βλέποντας μια τεράστια αρκούδα να έρχεται κατά πάνω μου. Αρπάζω το ντουφέκι μου και είμαι έτοιμος να την πυροβολήσω… εκείνη κοντοστέκεται και σηκώνει τα δύο μπροστινά της πόδια…
Eκείνη τη στιγμή όμως, χτυπάει το τηλέφωνο και πάει ο οικοδεσπότης να απαντήσει. Μετά από πέντε λεπτά επιστρέφει και έχοντας ξεχάσει τί έλεγε, ρωτάει την παρέα των υπόλοιπων κυνηγών:
- Πού είχα μείνει ρε παιδιά;
- Εκεί που είχε σηκώσει τα πόδια, του απαντάει ένας.
- Ε την πιάνω που λέτε παιδιά και της ρίχνω ένα γαμ….
- Βρίσκομαι που λέτε στο δάσος και ακούω ξαφνικά έναν τρομερό θόρυβο από σπάσιμο ξερών κλαδιών και θάμνων. Προς στιγμήν τρομάζω βλέποντας μια τεράστια αρκούδα να έρχεται κατά πάνω μου. Αρπάζω το ντουφέκι μου και είμαι έτοιμος να την πυροβολήσω… εκείνη κοντοστέκεται και σηκώνει τα δύο μπροστινά της πόδια…
Eκείνη τη στιγμή όμως, χτυπάει το τηλέφωνο και πάει ο οικοδεσπότης να απαντήσει. Μετά από πέντε λεπτά επιστρέφει και έχοντας ξεχάσει τί έλεγε, ρωτάει την παρέα των υπόλοιπων κυνηγών:
- Πού είχα μείνει ρε παιδιά;
- Εκεί που είχε σηκώσει τα πόδια, του απαντάει ένας.
- Ε την πιάνω που λέτε παιδιά και της ρίχνω ένα γαμ….