Πάει ο Κωστίκας σε ένα μαγαζί με παπούτσια και βλέπει στην βιτρίνα ένα ζευγάρι λουστρίνια.
Μπαίνει μέσα και το ζητάει από τον μαγαζάτορα.
- Α, πολύ καλή επιλογή, λέει ο μαγαζάτορας.
Αυτό το παπούτσι έχει και ένα πλεονέκτημα. Αν το βάλεις κάτω από το φουστάνι της γυναίκας σου, θα δεις και τι χρώμα βρακί φοράει.
Ενθουσιασμένος ο Κωστίκας το αγοράζει αμέσως, το παίρνει σπίτι και φωνάζει την Συμέλα.
- Συμέλα, Συμέλα, έλα εδώ λίγο.
Πάει η Συμέλα, βάζει ο Κωστίκας από κάτω το παπούτσι και λέει:
- Α, κίτρινο βρακάκι φοράς, ε;
Τρελάθηκε η Συμέλα και προσπαθούσε να δει από που το κατάλαβε.
Την επομένη ο Κωστίκας φωνάζει πάλι την Συμέλα.
- Συμέλα, Συμέλα, έλα εδώ λίγο.
Πάει η Συμέλα, βάζει ο Κωστίκας από κάτω το παπούτσι και λέει:
- Α, κίτρινο βρακί φοράς πάλι, ε;
Τρελαμένη η Συμέλα σκέφτεται: 'Α, αύριο θα του κάνω πλάκα! Δεν θα φορέσω τίποτε, να δω τί θα κάνει!'
Φωνάζει την τρίτη μέρα ο Κωστίκας την Συμέλα, βάζει από κάτω το παπούτσι, δεν βλέπει βρακί, νευριάζει και αρχίζει να πετά πράγματα.
- Ρε Κωστίκα, τί έπαθες; Τί έγινε; τον ρωτά η Συμέλα.
- Τί να πάθω, ρε γυναίκα! 3 ημερών παπούτσι, μ..νί έγινε!