
Μία σαύρα περπατάει μέσα στο δάσος και ξαφνικά βλέπει σε ένα δέντρο ένα κοάλα να καπνίζει μπaφους.
- Τι κάνεις ρε συ εκεί πάνω;, ρωτάει η σαύρα.
- Στρίβω και πίνω μπaφους, θέλεις;, απαντάει το κοάλα.
Ανεβαίνει η σαύρα πάνω στο δέντρο, αρχίζουν στρίβουν, πίνουν, στρίβουν, πίνουν, σε κάποια στιγμή η σαύρα έχει γλαρώσει για τα καλά.
- Πάω να πιω λίγο νερό, γιατί κόλλησε το στόμα μου.
Πάει εκεί κοντά σε μία λιμνούλα και εκεί που σκύβει να πιει, έτσι ζαλισμένη που ήταν, πέφτει μέσα.
- Βοήθεια, βοήθεια, θα πνιγώ, αρχίζει να φωνάζει.
Την ακούει ένας κροκόδειλος, λέει
- Μακρινά ξαδέλφια είμαστε, ας την βοηθήσω.
Την βγάζει από το νερό, ευχαριστίες η σαύρα, την ρωτάει ο κροκόδειλος πώς βρέθηκε μέσα στο νερό.
- Να είμασταν με το κοάλα και πίναμε μπάφους, είχα κάνει κεφάλι, ζαλίστηκα και έπεσα.
- Μπάφους ε; Αχ και να΄χαμε έναν!, λέει ο κροκόδειλος.
- Μην ανησυχείς, αρκεί να πας στο κοάλα που είναι στο τάδε δέντρο.
Χαρούμενος ο κροκόδειλος, ξεκινάει, πάει στο δέντρο που του είπε η σαύρα και βλέπει το κοάλα να συνεχίζει να καπνίζει.
Το κοάλα τον βλέπει, γουρλώνει τα μάτια και του λέει:
- Καλά ρε μαλ@κα, ΠΟΣΟ νερό ήπιες;
- Τι κάνεις ρε συ εκεί πάνω;, ρωτάει η σαύρα.
- Στρίβω και πίνω μπaφους, θέλεις;, απαντάει το κοάλα.
Ανεβαίνει η σαύρα πάνω στο δέντρο, αρχίζουν στρίβουν, πίνουν, στρίβουν, πίνουν, σε κάποια στιγμή η σαύρα έχει γλαρώσει για τα καλά.
- Πάω να πιω λίγο νερό, γιατί κόλλησε το στόμα μου.
Πάει εκεί κοντά σε μία λιμνούλα και εκεί που σκύβει να πιει, έτσι ζαλισμένη που ήταν, πέφτει μέσα.
- Βοήθεια, βοήθεια, θα πνιγώ, αρχίζει να φωνάζει.
Την ακούει ένας κροκόδειλος, λέει
- Μακρινά ξαδέλφια είμαστε, ας την βοηθήσω.
Την βγάζει από το νερό, ευχαριστίες η σαύρα, την ρωτάει ο κροκόδειλος πώς βρέθηκε μέσα στο νερό.
- Να είμασταν με το κοάλα και πίναμε μπάφους, είχα κάνει κεφάλι, ζαλίστηκα και έπεσα.
- Μπάφους ε; Αχ και να΄χαμε έναν!, λέει ο κροκόδειλος.
- Μην ανησυχείς, αρκεί να πας στο κοάλα που είναι στο τάδε δέντρο.
Χαρούμενος ο κροκόδειλος, ξεκινάει, πάει στο δέντρο που του είπε η σαύρα και βλέπει το κοάλα να συνεχίζει να καπνίζει.
Το κοάλα τον βλέπει, γουρλώνει τα μάτια και του λέει:
- Καλά ρε μαλ@κα, ΠΟΣΟ νερό ήπιες;