Ένας άντρας γυρνάει μια μέρα στο σπίτι και βλέπει τη γυναίκα του να φοράει ένα καινούριο πανάκριβο δαχτυλίδι. Τη ρωτάει:
- Ρε γυναίκα, που το βρήκες το δαχτυλίδι;
- Που να στα λέω άνδρα μου, πήγα για καφέ με τη Μαρία και στην καφετέρια που πήγα να πλύνω τα χέρια μου, βρήκα αυτό το δαχτυλίδι ακουμπισμένο στο νιπτήρα. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, δεν ήταν κανείς εκεί. Χαζή δεν είμαι, το πήρα το δαχτυλίδι.
Μετά από καμιά βδομάδα ο άνδρας βλέπει τη γυναίκα να φοράει μια πανάκριβη γούνα.
- Ρε γυναίκα, που βρήκες τη γούνα; Αυτή είναι πανάκριβη!
- Που να στα λέω, άνδρα μου. Πήγα σε ένα καλό εστιατόριο και μόλις έφευγα μου έδωσαν αυτή τη γούνα αντί για το παλτό μου. Ε, χαζή είμαι; Την πήρα και έφυγα!
- Τί να σου πω, ρε γυναίκα; Είσαι πολύ τυχερή! Εγώ μόνο ένα σώβρακο βρήκα στο μπάνιο, και αυτό μου ήταν μικρό.
- Ρε γυναίκα, που το βρήκες το δαχτυλίδι;
- Που να στα λέω άνδρα μου, πήγα για καφέ με τη Μαρία και στην καφετέρια που πήγα να πλύνω τα χέρια μου, βρήκα αυτό το δαχτυλίδι ακουμπισμένο στο νιπτήρα. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, δεν ήταν κανείς εκεί. Χαζή δεν είμαι, το πήρα το δαχτυλίδι.
Μετά από καμιά βδομάδα ο άνδρας βλέπει τη γυναίκα να φοράει μια πανάκριβη γούνα.
- Ρε γυναίκα, που βρήκες τη γούνα; Αυτή είναι πανάκριβη!
- Που να στα λέω, άνδρα μου. Πήγα σε ένα καλό εστιατόριο και μόλις έφευγα μου έδωσαν αυτή τη γούνα αντί για το παλτό μου. Ε, χαζή είμαι; Την πήρα και έφυγα!
- Τί να σου πω, ρε γυναίκα; Είσαι πολύ τυχερή! Εγώ μόνο ένα σώβρακο βρήκα στο μπάνιο, και αυτό μου ήταν μικρό.