Ένα βράδυ, που ήταν μέρα,
κι έβρεχε χωρίς νερό,
έτρεχα δίχως να τρέχω,
την αγάπη μου να βρω.
Την βρήκα ξαπλωμένη,
όρθια σε μια γωνιά,
να μαζεύει μανταρίνια
από μια πορτοκάλια.
κι έβρεχε χωρίς νερό,
έτρεχα δίχως να τρέχω,
την αγάπη μου να βρω.
Την βρήκα ξαπλωμένη,
όρθια σε μια γωνιά,
να μαζεύει μανταρίνια
από μια πορτοκάλια.